γνοιάζομαι — νοιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νοιάζομαι, με πιθανή επίδραση τής λ. έγνοια (πρβλ. γνέφος, γνέφω)] … Dictionary of Greek
εννοιάζομαι — και γνοιάζομαι και νοιάζομαι (Μ ἐννοιάζομαι) 1. φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ 2. υπονοιάζομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι μσν. Ι. (ενεργ. και μέσ.) (ἐ)γνοιάζω και (ἐ)γνοιάζομαι 1. φροντίζω, μεριμνώ, ενδιαφέρομαι 2. σκέπτομαι ΙΙ. (μόν. το μέσ.) … Dictionary of Greek
νοιάζομαι — και γνοιάζομαι 1. ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι, μεριμνώ, έχω έγνοια 2. έχω προβλήματα που μέ απασχολούν, ανησυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐννοιάζομαι < ἔννοια + κατάλ. ζω, με σίγηση τού αρκτικού ε . Ο τ. γνοιάζομαι με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ.… … Dictionary of Greek
άγνοιαστος — και άνοιαστος, η, ο [γνοιάζομαι] ξέγνοιαστος … Dictionary of Greek
γνέφος — το το σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νέφος (πρβλ. γνέφω, γνοιάζομαι) … Dictionary of Greek
μαγνάδι — το (Μ μαγνάδι[ο]ν) λεπτό, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού, πέπλο, μπόλια, καλύπτρα νεοελλ. κάθε λεπτό και αραιά υφασμένο πανί, όπως το πανί τής κρησάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» (μανόν > μανάδι > μαγνάδι) με ανάπτυξη γ προ τού ν… … Dictionary of Greek
νοιάζει — και γνοιάζει (τριτοπρόσ.) ενδιαφέρει, προκαλεί έγνοια, φροντίδα («δεν μέ νοιάζει τί θα πει ο κόσμος») [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το μέσο νοιάζομαι* / γνοιάζομαι] … Dictionary of Greek